- σπλάγχνο
- το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχναα) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελικήβ) τα σωθικά, κυρίως η καρδιά, θεωρούμενη ως έδρα τών συναισθημάτων (α. «αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», Σολωμ.β. «... διὰ σπλάγχνα ἐλέους Σου, Παρθένε», Παρακλ.γ. «σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῡται πρὸς ἔπος κλυούσᾳ», Αισχύλ.)2. τα παιδιά σε σχέση με τους γονείς (α. «να καταραστεί το παιδί της, το σπλάχνο της», Παπαδ.β. «ὁ πολύπαις Ἰὼβ ἐξαίφνης ἄπαις ἐγένετο, καὶ οὐδὲ κατὰ μικρὸν αὐτῷ τὰ σπλάγχνα ἀνηλίσκετο, άλλ' ἀθρόον ἅπας ὁ καρπὸς ἀνηρπάζετο», Ιωάνν. Χρυσ.γ. «οἱ παῑδες σπλάγχνα λέγονται», Αρτεμίδ.)νεοελλ.1. τα έγκατα, τα βάθη (α. «τα σπλάχνα τής γης» β. «Τα σπλάχνα τού βουνού»)2. φρ. «το σπλάχνο μου [σου... κ.λπ.]» — ο αγαπημένος ή η αγαπημένη μου [σου κ.λπ.]μσν.-αρχ.η ευσπλαγχνία («σπλάγχνα... Ἰησοῡ Χριστοῡ τὴν πνευματικὴν φιλοστοργίαν ἐκάλεσεν», Ιωάνν. Χρυσ.)αρχ.1. τα εντόσθια που έτρωγαν μετά από τη θυσία, όπως ήταν η καρδιά, οι πνεύμονες, το συκώτι, τα νεφρά, σε αντιδιαστολή προς τα έντερα («αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.)2. η ευωχία, το γεύμα που ακολουθούσε τη θυσία («ἢ μή ποτ' ἀγοραίου Διὸς σπλάγχνοισι παραγενοίμην», Αριστοφ.)3. μαντεία με τα σπλάγχνα, σπλαγχνοσκοπία («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.)4. η εσώτερη φύση, η ψυχική διάθεση («ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῑν σαφῶς», Ευρ.)5. το φυτό βρύο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπλήνα].
Dictionary of Greek. 2013.